πολυόπτρα

πολυόπτρα
η, Ν
φυσ. οπτική διάταξη που πολλαπλασιάζει τον αριθμό τών ειδώλων ενός αντικειμένου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”